σπάτουλα ζαχαροπλαστικής
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- σπάτουλα ζαχαροπλαστικής < → δείτε τις λέξεις σπάτουλα και ζαχαροπλαστική

σπάτουλα ζαχαροπλαστικής
Πολυλεκτικός όρος
σπάτουλα ζαχαροπλαστικής θηλυκό
- εργαλείο της κουζίνας που βοηθά στην επίστρωση ρευστών υλικών. Συνήθως στη ζαχαροπλαστική.
Εκφράσεις
- σπάτουλα σιλικόνης
- σπάτουλα μαρίζα (σπάτουλα maryse)
Σημειώσεις
Σημειώσεις επισκεπτών:
- συχνά τη χρησιμοποιούμε και για να αναδεύουμε
- πωλείται με το όνομα σπάτουλα ζαχαροπλαστικής (ασχέτως αν χρησιμοποιείται για παρασκευή γλυκισμάτων)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.