σπάλα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σπάλα οι σπάλες
      γενική της σπάλας
    αιτιατική τη σπάλα τις σπάλες
     κλητική σπάλα σπάλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ομοίωμα σπάλας

Ετυμολογία

σπάλα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σπάλα < (άμεσο δάνειο) ιταλική spalla < υστερολατινική spatula (σπάτουλα) < αρχαία ελληνική σπάθη (αντιδάνειο)

Ουσιαστικό

σπάλα θηλυκό

  1. (ανατομία) το κόκαλο της ωμοπλάτης ενός ζώου
  2. κρέας από την περιοχή της ωμοπλάτης ενός ζώου

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.