σχολαστικισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | σχολαστικισμός | οι | σχολαστικισμοί |
| γενική | του | σχολαστικισμού | των | σχολαστικισμών |
| αιτιατική | τον | σχολαστικισμό | τους | σχολαστικισμούς |
| κλητική | σχολαστικισμέ | σχολαστικισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σχολαστικισμός < σχολαστικός + -ισμός
Ουσιαστικό
σχολαστικισμός αρσενικό
- η εμμονή στους τύπους και τις λεπτομέρειες (και όχι στην ουσία), ιδιαίτερα όσον αφορά σε γλωσσικά ζητήματα
Μεταφράσεις
σχολαστικισμός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.