φιλαναγνωσία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φιλαναγνωσία οι φιλαναγνωσίες
      γενική της φιλαναγνωσίας των φιλαναγνωσιών
    αιτιατική τη φιλαναγνωσία τις φιλαναγνωσίες
     κλητική φιλαναγνωσία φιλαναγνωσίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φιλαναγνωσία < φιλ- + ανάγνωσ(η) + -ία, (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική aimer lire

Προφορά

ΔΦΑ : /fi.la.na.ɣnoˈsi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φιλαναγνωσία

Ουσιαστικό

φιλαναγνωσία θηλυκό

  • (νεολογισμός) η αγάπη για την ανάγνωση και την αναγνωστική διαδικασία
    • «Tο στοίχημα της φιλαναγνωσίας κερδίζεται στην εφηβεία», υποστηρίζουν όσοι ασχολούνται με το θέμα. (*)
    • Εμένα όμως πιο πολύ με ενοχλεί ένας συντεχνιακός παλαιοημερολογι­τισμός που απέπνεε, από διάφορες δημόσιες παρεμβάσεις έως τις «φιλαναγνωσίες», ό,τι ικανότερο να απωθήσει το παιδί απ’ το βιβλίο, ή αλλιώς να το μυήσει στον γλωσσικό και άλλο σουσουδισμό. (*)
    • Ο όρος φιλαναγνωσία ορισμικά παραπέμπει στη θετικά προσδιορισμένη σχέση του αναγνώστη με το βιβλίο ως το κατεξοχήν είδος και έκφραση της γραπτής ύλης και εμπεριέχει ταυτόχρονα τις εξειδικευμένες εκπαιδευτικές δραστηριότητες, οι οποίες στοχεύουν στην διαμόρφωση αυτής της σχέσης μέσα από την ανάπτυξη αναγκαίων γνωστικών δεξιοτήτων κυρίως αλλά και κοινωνικών δεξιοτήτων και αισθητικών κριτηρίων. (*)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.