σουρβιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σουρβιά οι σουρβιές
      γενική της σουρβιάς των σουρβιών
    αιτιατική τη σουρβιά τις σουρβιές
     κλητική σουρβιά σουρβιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Μια σουρβιά με κόκκινους καρπούς.

Ετυμολογία

σουρβιά < μεσαιωνική ελληνική σουρβία < λατινική sorbus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sor / *ser (κόκκινο, καφεκόκκινο)

Ουσιαστικό

σουρβιά θηλυκό

  • (δέντρο) μικρό φυλλοβόλο δέντρο του γένους Sorbus, με σύνθετα φύλλα, μικρά άσπρα άνθη και μικρούς σφαιρικούς καρπούς, συνήθως κίτρινους ή κόκκινους

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.