σορβιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σορβιά | οι | σορβιές |
| γενική | της | σορβιάς | των | σορβιών |
| αιτιατική | τη | σορβιά | τις | σορβιές |
| κλητική | σορβιά | σορβιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σορβιά < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σουρβία < λατινική sorbus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sor / *ser (“κόκκινο, καφεκόκκινο”)
Ουσιαστικό
σορβιά θηλυκό
Συνώνυμα
- → δείτε τη λέξη σουρβιά
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη σούρβο
Μεταφράσεις
σορβιά
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.