σορβιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σορβιά οι σορβιές
      γενική της σορβιάς των σορβιών
    αιτιατική τη σορβιά τις σορβιές
     κλητική σορβιά σορβιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σορβιά < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σουρβία < λατινική sorbus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sor / *ser (“κόκκινο, καφεκόκκινο”)

Ουσιαστικό

σορβιά θηλυκό

  1. (δέντρο) το είδος Sorbus aucuparia που συναντάται και σαν θάμνος
  2. (μυθολογία) το αγαπημένο δέντρο των νεράιδων των μαγισσών και των μοχθηρών πνευμάτων.
  3. (φρούτο) ο καρπός του δένδρου

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.