αγριομηλιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αγριομηλιά οι αγριομηλιές
      γενική της αγριομηλιάς των αγριομηλιών
    αιτιατική την αγριομηλιά τις αγριομηλιές
     κλητική αγριομηλιά αγριομηλιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αγριομηλιά < αγριο- + μηλιά[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /a.ɣɾi.o.miˈʎa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αγριομηλιά

Ουσιαστικό

αγριομηλιά θηλυκό

Συνώνυμα

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.