αγριομηλιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αγριομηλιά | οι | αγριομηλιές |
| γενική | της | αγριομηλιάς | των | αγριομηλιών |
| αιτιατική | την | αγριομηλιά | τις | αγριομηλιές |
| κλητική | αγριομηλιά | αγριομηλιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.ɣɾi.o.miˈʎa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γρι‐ο‐μη‐λιά
Συνώνυμα
Αναφορές
- αγριομηλιά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.