σουβλισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σουβλισμένος | η | σουβλισμένη | το | σουβλισμένο |
| γενική | του | σουβλισμένου | της | σουβλισμένης | του | σουβλισμένου |
| αιτιατική | τον | σουβλισμένο | τη | σουβλισμένη | το | σουβλισμένο |
| κλητική | σουβλισμένε | σουβλισμένη | σουβλισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σουβλισμένοι | οι | σουβλισμένες | τα | σουβλισμένα |
| γενική | των | σουβλισμένων | των | σουβλισμένων | των | σουβλισμένων |
| αιτιατική | τους | σουβλισμένους | τις | σουβλισμένες | τα | σουβλισμένα |
| κλητική | σουβλισμένοι | σουβλισμένες | σουβλισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- σουβλισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου σουβλίζω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.