Σμυρναϊκός

Αρχαία ελληνικά (grc)

γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Σμυρναϊκός Σμυρναϊκή τὸ Σμυρναϊκόν
      γενική τοῦ Σμυρναϊκοῦ τῆς Σμυρναϊκῆς τοῦ Σμυρναϊκοῦ
      δοτική τῷ Σμυρναϊκ τῇ Σμυρναϊκ τῷ Σμυρναϊκ
    αιτιατική τὸν Σμυρναϊκόν τὴν Σμυρναϊκήν τὸ Σμυρναϊκόν
     κλητική ! Σμυρναϊκέ Σμυρναϊκή Σμυρναϊκόν
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ Σμυρναϊκοί αἱ Σμυρναϊκαί τὰ Σμυρναϊκᾰ́
      γενική τῶν Σμυρναϊκῶν τῶν Σμυρναϊκῶν τῶν Σμυρναϊκῶν
      δοτική τοῖς Σμυρναϊκοῖς ταῖς Σμυρναϊκαῖς τοῖς Σμυρναϊκοῖς
    αιτιατική τοὺς Σμυρναϊκούς τὰς Σμυρναϊκᾱ́ς τὰ Σμυρναϊκᾰ́
     κλητική ! Σμυρναϊκοί Σμυρναϊκαί Σμυρναϊκᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ Σμυρναϊκώ τὼ Σμυρναϊκᾱ́ τὼ Σμυρναϊκώ
      γεν-δοτ τοῖν Σμυρναϊκοῖν τοῖν Σμυρναϊκαῖν τοῖν Σμυρναϊκοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

Σμυρναϊκός < Σμύρνα + -ικός

Επίθετο

Σμυρναϊκός, -ή, -όν

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.