σμιχτοφρύδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σμιχτοφρύδα οι σμιχτοφρύδες
      γενική της σμιχτοφρύδας
    αιτιατική τη σμιχτοφρύδα τις σμιχτοφρύδες
     κλητική σμιχτοφρύδα σμιχτοφρύδες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σμιχτοφρύδα < σμιχτοφρύδ(ης) + , ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου σμιχτοφρύδης

Προφορά

ΔΦΑ : /zmi.xtoˈfɾi.ðd/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σμιχτοφρύδα

Ουσιαστικό

σμιχτοφρύδα θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

σμιχτοφρύδα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.