αμίκρυντος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αμίκρυντος η αμίκρυντη το αμίκρυντο
      γενική του αμίκρυντου της αμίκρυντης του αμίκρυντου
    αιτιατική τον αμίκρυντο την αμίκρυντη το αμίκρυντο
     κλητική αμίκρυντε αμίκρυντη αμίκρυντο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αμίκρυντοι οι αμίκρυντες τα αμίκρυντα
      γενική των αμίκρυντων των αμίκρυντων των αμίκρυντων
    αιτιατική τους αμίκρυντους τις αμίκρυντες τα αμίκρυντα
     κλητική αμίκρυντοι αμίκρυντες αμίκρυντα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αμίκρυντος < α- + μικρύνω + -τος

Επίθετο

αμίκρυντος[1]

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

  1. αμίκρυντος -  Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.