σμικρῶς

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

σμικρῶς < σμικρός (μικρός)

Επίρρημα

σμικρῶς ή μικρῶς

  1. λίγο
    τὸ γὰρ νούσημα αὐξήσεις οὐ σμικρῶς (Ιπποκράτης)
  2. με ύφος ταπεινό, χωρίς μεγάλα λόγια
    καὶ γὰρ Ἰσοκράτης ἔργον ἔφασκεν εἶναι ῥητορικῆς τὰ μὲν σμικρὰ μεγάλως εἰπεῖν͵ τὰ δὲ μεγάλα σμικρῶς (Ισοκρ. αποσπάσμ.)

Συνώνυμα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.