σμίλευση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σμίλευση | οι | σμιλεύσεις |
| γενική | της | σμίλευσης* | των | σμιλεύσεων |
| αιτιατική | τη | σμίλευση | τις | σμιλεύσεις |
| κλητική | σμίλευση | σμιλεύσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, σμιλεύσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σμίλευση < ελληνιστική κοινή σμίλευσις < σμιλεύω < αρχαία ελληνική σμίλη
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη σμίλη
Μεταφράσεις
σμίλευση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.