σκύβαλο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σκύβαλο τα σκύβαλα
      γενική του σκύβαλου των σκύβαλων
    αιτιατική το σκύβαλο τα σκύβαλα
     κλητική σκύβαλο σκύβαλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σκύβαλο < αρχαία ελληνική σκύβαλον

Ουσιαστικό

σκύβαλο ουδέτερο

  1. ό,τι μένει στο κόσκινο μετά από το κοσκίνισμα του σταριού ή άλλων δημητριακών
  2. απόρριμμα, σκουπίδι
  3. (μεταφορικά) ανάξιος και τιποτένιος άνθρωπος
  4. (κοπρανολογική κλίμακα Bristol) κόπρανα τμηματισμένα σε σβώλους (κάποιες φορές διέρχονται δύσκολα)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.