αποσκυβαλίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αποσκυβαλίζω < μεσαιωνική ελληνική ἀποσκυβαλίζω < σκύβαλον

Ρήμα

αποσκυβαλίζω

(παρωχημένο) (ιδιωματικό)
  1. αποβάλλω κάτι, το πετώ σαν σκουπίδι, σαν απόρριμμα
  2. μολύνω

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.