σκύβαλον

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
σκῠβᾰλο-
ονομαστική τὸ σκύβαλον τὰ σκύβαλ
      γενική τοῦ σκυβάλου τῶν σκυβάλων
      δοτική τῷ σκυβάλ τοῖς σκυβάλοις
    αιτιατική τὸ σκύβαλον τὰ σκύβαλ
     κλητική ! σκύβαλον σκύβαλ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σκυβάλω
γεν-δοτ τοῖν  σκυβάλοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σκύβαλον < άγνωστης ετυμολογίας. Δε συνδέεται με το βάλλω, ούτε είναι ανατολικό δάνειο [1]

Ουσιαστικό

σκύβαλον, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)

  1. σκουπίδι, απόρριμμα, ρύπος, ακαθαρσία, περίττωμα
  2. απομεινάρι
  3. απομεινάρι από κοσκίνισμα σιτηρών

Παράγωγα

  • ἀποσκυβαλίζω
  • σκυβαλίζω
  • σκυβαλικός
  • σκυβάλισμα
  • σκυβαλισμός
  • σκυβαλώδης
  • σκυβλίζω

Για τον σχετικά με τα Σκύβελα όρη της Παμφυλίας,  δείτε τους όρους Σκυβελίτης και σκυβελίτης οἶνος

Αναφορές

  1. σκύβαλο - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.