σκύβαλον
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| σκῠβᾰλο- | ||||||||
| ονομαστική | τὸ | σκύβαλον | τὰ | σκύβαλᾰ | ||||
| γενική | τοῦ | σκυβάλου | τῶν | σκυβάλων | ||||
| δοτική | τῷ | σκυβάλῳ | τοῖς | σκυβάλοις | ||||
| αιτιατική | τὸ | σκύβαλον | τὰ | σκύβαλᾰ | ||||
| κλητική ὦ! | σκύβαλον | σκύβαλᾰ | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σκυβάλω | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | σκυβάλοιν | ||||||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
σκύβαλον, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)
- σκουπίδι, απόρριμμα, ρύπος, ακαθαρσία, περίττωμα
- απομεινάρι
- απομεινάρι από κοσκίνισμα σιτηρών
Παράγωγα
- ἀποσκυβαλίζω
- σκυβαλίζω
- σκυβαλικός
- σκυβάλισμα
- σκυβαλισμός
- σκυβαλώδης
- σκυβλίζω
Για τον σχετικά με τα Σκύβελα όρη της Παμφυλίας, → δείτε τους όρους Σκυβελίτης και σκυβελίτης οἶνος
Αναφορές
- σκύβαλο - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- σκύβαλον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σκύβαλον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.