σκωληκοειδής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σκωληκοειδής | η | σκωληκοειδής | το | σκωληκοειδές |
| γενική | του | σκωληκοειδούς* | της | σκωληκοειδούς | του | σκωληκοειδούς |
| αιτιατική | τον | σκωληκοειδή | τη | σκωληκοειδή | το | σκωληκοειδές |
| κλητική | σκωληκοειδή(ς) | σκωληκοειδής | σκωληκοειδές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σκωληκοειδείς | οι | σκωληκοειδείς | τα | σκωληκοειδή |
| γενική | των | σκωληκοειδών | των | σκωληκοειδών | των | σκωληκοειδών |
| αιτιατική | τους | σκωληκοειδείς | τις | σκωληκοειδείς | τα | σκωληκοειδή |
| κλητική | σκωληκοειδείς | σκωληκοειδείς | σκωληκοειδή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- σκωληκοειδής < αρχαία ελληνική σκωληκοειδής (πολυλεκτικός όρος: (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική appendice vermiforme)
Πολυλεκτικοί όροι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.