σκυτάλη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σκυτάλη οι σκυτάλες
      γενική της σκυτάλης των σκυταλών
    αιτιατική τη σκυτάλη τις σκυτάλες
     κλητική σκυτάλη σκυτάλες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σκυτάλη < αρχαία ελληνική σκύταλον (: ραβδί)

Προφορά

ΔΦΑ : /sciˈta.li/

Ουσιαστικό

σκυτάλη θηλυκό

  1. μικρή ξύλινη ράβδος που χρησιμοποιείται στο αγώνισμα της σκυταλοδρομίας
  2. στην αρχαία Σπάρτη είχε την έννοια του αγγέλματος, εντολής ή μηνύματος των Εφόρων, καθώς σκυτάλη ονομαζόταν κυλινδρικό ραβδί με κρυπτογραφημένο μήνυμα στο εσωτερικό του, που χρησιμοποιείτο για μυστικές διαταγές

Εκφράσεις

  • παραδίδω τη σκυτάλη : αναθέτω σε κάποιον να συνεχίσει το έργο μου
  • παίρνω τη σκυτάλη : διαδέχομαι κάποιον στη θέση του και συνεχίζω το έργο του

Σύνθετα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.