σκυτάλη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σκυτάλη | οι | σκυτάλες |
| γενική | της | σκυτάλης | των | σκυταλών |
| αιτιατική | τη | σκυτάλη | τις | σκυτάλες |
| κλητική | σκυτάλη | σκυτάλες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σκυτάλη < αρχαία ελληνική σκύταλον (: ραβδί)
Προφορά
- ΔΦΑ : /sciˈta.li/
Ουσιαστικό
σκυτάλη θηλυκό
- μικρή ξύλινη ράβδος που χρησιμοποιείται στο αγώνισμα της σκυταλοδρομίας
- στην αρχαία Σπάρτη είχε την έννοια του αγγέλματος, εντολής ή μηνύματος των Εφόρων, καθώς σκυτάλη ονομαζόταν κυλινδρικό ραβδί με κρυπτογραφημένο μήνυμα στο εσωτερικό του, που χρησιμοποιείτο για μυστικές διαταγές
Εκφράσεις
- παραδίδω τη σκυτάλη : αναθέτω σε κάποιον να συνεχίσει το έργο μου
- παίρνω τη σκυτάλη : διαδέχομαι κάποιον στη θέση του και συνεχίζω το έργο του
Σύνθετα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.