σκύταλον
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ λείπει η κλίση
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
σκῠ́τᾰλον ή σκῠ́τᾱλον[2] ουδέτερο
- ρόπαλο, σκυτάλη, μαγκούρα
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Πίνδαροςw, Ὀλυμπιονίκαιςw, 9. Ἐφαρμόστῳ Ὀπουντίῳ παλαιστῇ, 29-31 [3]
- ἐπεὶ ἀντίον
πῶς ἂν τριόδοντος Ἡ-
ρακλέης σκύταλον τίναξε χερσίν,- Γιατί και πώς αλλιώς
τα χέρια του Ηρακλή το ρόπαλο
θα τίναζαν στην τρίαινα ενάντια, - Μετάφραση (2004): Ιωάννης Οικονομίδης, Αθήνα: Εταιρεία Ελληνικών Τυπογραφικών Στοιχείων @greek‑language.gr
- Γιατί και πώς αλλιώς
- ἐπεὶ ἀντίον
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Πίνδαροςw, Ὀλυμπιονίκαιςw, 9. Ἐφαρμόστῳ Ὀπουντίῳ παλαιστῇ, 29-31 [3]
Αναφορές
- σκύταλον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σκύταλον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012 «σκύτᾱλον: [ῠ], τό = σκυτάλη»
- Ψηφίδες, ανακτήθηκε στις 09/04/2024
Πηγές
- σκύταλον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.