relais
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
- relais < relai < relayer
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
|---|---|
| relais | relais |
relais (fr) αρσενικό
- ομάδα σκύλων που περιμένει σε ένα μέρος ενός κυνηγιού για να αντικαταστήσει τους κουρασμένους σκύλους
- (παρωχημένο) άλογα που αντικαθιστούσαν κουρασμένα άλογα, π.χ. για το ταχυδρομείο
- ξενοδοχείο, πανδοχείο, μοτέλ
- τρόπος οργάνωσης μιας εργασίας όπου μια ομάδα εργατών αντικαθιστά μια άλλη, ώστε να μη σταματάει η εργασία
- τόπος όπου μπορούν να αναπαυθούν ταξιδιώτες κατά τη διάρκεια ενός πολυήμερου ταξιδιού
- μεσάζων
- (κατ' αποκοπή) κάτι που χρησιμεύει σαν ενδιάμεσο στάδιο για κάτι άλλο
- → δείτε τις λέξεις crédit-relais και prêt-relais
- (τεχνολογία) σύστημα που δέχεται ένα είδος ενέργειας και το αυξάνει προτού το αποστείλει σε άλλο μέρος
- η σκυτάλη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.