σκυταλοδρομία

Νέα ελληνικά (el)

αθλήτριες σκυταλοδρομίας
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σκυταλοδρομία οι σκυταλοδρομίες
      γενική της σκυταλοδρομίας των σκυταλοδρομιών
    αιτιατική τη σκυταλοδρομία τις σκυταλοδρομίες
     κλητική σκυταλοδρομία σκυταλοδρομίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σκυταλοδρομία < σκυτάλ(η) + -ο- + -δρομία

Προφορά

ΔΦΑ : /sci.ta.lo.ðɾoˈmi.a/

Ουσιαστικό

σκυταλοδρομία θηλυκό

  • (αθλητισμός) αγώνισμα δρόμου όπου ένας αθλητής παραδίδει σκυτάλη σε επόμενο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.