σκουριάρικος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σκουριάρικος η σκουριάρικη το σκουριάρικο
      γενική του σκουριάρικου της σκουριάρικης του σκουριάρικου
    αιτιατική τον σκουριάρικο τη σκουριάρικη το σκουριάρικο
     κλητική σκουριάρικε σκουριάρικη σκουριάρικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σκουριάρικοι οι σκουριάρικες τα σκουριάρικα
      γενική των σκουριάρικων των σκουριάρικων των σκουριάρικων
    αιτιατική τους σκουριάρικους τις σκουριάρικες τα σκουριάρικα
     κλητική σκουριάρικοι σκουριάρικες σκουριάρικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

σκουριάρικος < *σκουρι(άρης) + -ικος < σκουριά

Επίθετο

σκουριάρικος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.