μεταλίκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μεταλίκι τα μεταλίκια
      γενική του μεταλικιού των μεταλικιών
    αιτιατική το μεταλίκι τα μεταλίκια
     κλητική μεταλίκι μεταλίκια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μεταλίκι < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

μεταλίκι ουδέτερο

  1. (λαϊκότροπο) κέρμα, νόμισμα
    Δεν τ' δίνω (...) Τίποτες! Ούτε σκουριάρικο μεταλίκι. (Αγέλαστη Άνοιξη, Μενέλαου Λουντέμη)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.