σκλαβωμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σκλαβωμένος η σκλαβωμένη το σκλαβωμένο
      γενική του σκλαβωμένου της σκλαβωμένης του σκλαβωμένου
    αιτιατική τον σκλαβωμένο τη σκλαβωμένη το σκλαβωμένο
     κλητική σκλαβωμένε σκλαβωμένη σκλαβωμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σκλαβωμένοι οι σκλαβωμένες τα σκλαβωμένα
      γενική των σκλαβωμένων των σκλαβωμένων των σκλαβωμένων
    αιτιατική τους σκλαβωμένους τις σκλαβωμένες τα σκλαβωμένα
     κλητική σκλαβωμένοι σκλαβωμένες σκλαβωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

σκλαβωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου σκλαβώνω

Μετοχή

σκλαβωμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.