σκλαβωμένων
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος μετοχής
σκλαβωμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του σκλαβωμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του σκλαβωμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του σκλαβωμένος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.