σκιάς
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- σκιάς < τουρκική eşkıya
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈscas/
Ουσιαστικό
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | σκιάς | οι | σκιάδες |
| γενική | του | σκιά | των | σκιάδων |
| αιτιατική | τον | σκιά | τους | σκιάδες |
| κλητική | σκιά | σκιάδες | ||
| Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
σκιάς αρσενικό
- (παρωχημένο) κακοποιός, ληστής
- (παρωχημένο, κατ’ επέκταση) άνθρωπος απότομος και άξεστος
Προφορά
- ΔΦΑ : /sciˈas/
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.