σκηνοθετημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σκηνοθετημένος | η | σκηνοθετημένη | το | σκηνοθετημένο |
| γενική | του | σκηνοθετημένου | της | σκηνοθετημένης | του | σκηνοθετημένου |
| αιτιατική | τον | σκηνοθετημένο | τη | σκηνοθετημένη | το | σκηνοθετημένο |
| κλητική | σκηνοθετημένε | σκηνοθετημένη | σκηνοθετημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σκηνοθετημένοι | οι | σκηνοθετημένες | τα | σκηνοθετημένα |
| γενική | των | σκηνοθετημένων | των | σκηνοθετημένων | των | σκηνοθετημένων |
| αιτιατική | τους | σκηνοθετημένους | τις | σκηνοθετημένες | τα | σκηνοθετημένα |
| κλητική | σκηνοθετημένοι | σκηνοθετημένες | σκηνοθετημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- σκηνοθετημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου σκηνοθετώ
Μεταφράσεις
σκηνοθετημένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.