σκηνοθέτρια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σκηνοθέτρια οι σκηνοθέτριες
      γενική της σκηνοθέτριας των σκηνοθετριών
    αιτιατική τη σκηνοθέτρια τις σκηνοθέτριες
     κλητική σκηνοθέτρια σκηνοθέτριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σκηνοθέτρια < σκηνοθέτης + -τρια < σκηνή + -ο- + -θέτης (< αρχαία ελληνική τίθημι) ((μεταφραστικό δάνειο) (γαλλικά) metteur en scène)

Ουσιαστικό

σκηνοθέτρια θηλυκό

  • (επάγγελμα) γυναίκα που σκηνοθετεί

Συγγενικά

Μεταφράσεις

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε σκηνοθέτης

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.