σκαμπανέβασμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σκαμπανέβασμα | τα | σκαμπανεβάσματα |
| γενική | του | σκαμπανεβάσματος | των | σκαμπανεβασμάτων |
| αιτιατική | το | σκαμπανέβασμα | τα | σκαμπανεβάσματα |
| κλητική | σκαμπανέβασμα | σκαμπανεβάσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σκαμπανέβασμα < σκαμπανεβάζ(ω) + -μα
Ουσιαστικό
σκαμπανέβασμα ουδέτερο
- (ναυτικός όρος) η ταλάντευση πλεούμενου πάνω στα κύματα, κατά τη διάρκεια θαλασσοταραχής
- μόλις χάλασε ο καιρός, το καράβι μας άρχισε τα σκαμπανεβάσματα
- ≈ συνώνυμα: προνευστασμός
- (μεταφορικά) η κατάσταση που μεταβάλλεται διαδοχικά προς αντίθετες κατευθύνσεις, με διακυμάνσεις
- με σκαμπανεβάσματα έκλεισαν οι ευρωπαϊκές αγορές
- (μεταφορικά) η έλλειψη σταθερότητας, η αστάθεια
- τα σκαμπανεβάσματα στη διάθεση της εγκύου είναι σύνηθες φαινόμενο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.