implicit
Αγγλικά (en)
Ετυμολογία
- implicit < μέση γαλλική implicite < λατινική implicitus < implico
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɪmˈplɪsɪt/
Επίθετο
- αυτονόητος
- ανεπιφύλακτος
- υπόρρητος
- σιωπηρός, που υπονοείται
- εμφανούς αποτελέσματος αλλά κρυφής διεργασίας πριν αυτό εμφανιστεί (πχ. ατομικές τροχιακές κβαντικές μεταβάσεις ηλεκτρονίων πριν την εκπομπή φωτονίου)
Αντώνυμα
Πηγές
- implicit - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 791. ISBN 9780194325684., λήμμα: σιωπηρός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.