implicit

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

implicit < μέση γαλλική implicite < λατινική implicitus < implico

Προφορά

ΔΦΑ : /ɪmˈplɪsɪt/

Επίθετο

implicit (en) αγγλικά

  1. αυτονόητος
  2. ανεπιφύλακτος
  3. υπόρρητος
  4. σιωπηρός, που υπονοείται
    an implicit threat - σιωπηρή απειλή
     συνώνυμα: tacit
  5. εμφανούς αποτελέσματος αλλά κρυφής διεργασίας πριν αυτό εμφανιστεί (πχ. ατομικές τροχιακές κβαντικές μεταβάσεις ηλεκτρονίων πριν την εκπομπή φωτονίου)

Αντώνυμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.