σιτεμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σιτεμένος | η | σιτεμένη | το | σιτεμένο |
| γενική | του | σιτεμένου | της | σιτεμένης | του | σιτεμένου |
| αιτιατική | τον | σιτεμένο | τη | σιτεμένη | το | σιτεμένο |
| κλητική | σιτεμένε | σιτεμένη | σιτεμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σιτεμένοι | οι | σιτεμένες | τα | σιτεμένα |
| γενική | των | σιτεμένων | των | σιτεμένων | των | σιτεμένων |
| αιτιατική | τους | σιτεμένους | τις | σιτεμένες | τα | σιτεμένα |
| κλητική | σιτεμένοι | σιτεμένες | σιτεμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- σιτεμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου σιτεύω
Μεταφράσεις
σιτεμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.