σιροπάκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σιροπάκι τα σιροπάκια
      γενική
    αιτιατική το σιροπάκι τα σιροπάκια
     κλητική σιροπάκι σιροπάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σιροπάκι < σιρόπ(ι) + υποκοριστικό επίθημα -άκι

Ουσιαστικό

σιροπάκι ουδέτερο

Μεταφράσεις

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε σιρόπι

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.