σιρόπιασμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σιρόπιασμα τα σιροπιάσματα
      γενική του σιροπιάσματος των σιροπιασμάτων
    αιτιατική το σιρόπιασμα τα σιροπιάσματα
     κλητική σιρόπιασμα σιροπιάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σιρόπιασμα < σιροπιάζ(ω) + -μα

Ουσιαστικό

σιρόπιασμα ουδέτερο

  1. το να περιχύνω κάτι με σιρόπι
  2. (μεταφορικά) (λαϊκότροπο) ερωτοτροπία

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.