σιμίτι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σιμίτι | τα | σιμίτια |
| γενική | του | σιμιτιού | των | σιμιτιών |
| αιτιατική | το | σιμίτι | τα | σιμίτια |
| κλητική | σιμίτι | σιμίτια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σιμίτι < (άμεσο δάνειο) τουρκική simit < αραβική سميد (semid) < αρχαία ελληνική σεμίδαλις (αντιδάνειο)
Ουσιαστικό
σιμίτι ουδέτερο
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.