σιμιτεργάτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | σιμιτεργάτης | οι | σιμιτεργάτες |
| γενική | του | σιμιτεργάτη | των | σιμιτεργατών |
| αιτιατική | τον | σιμιτεργάτη | τους | σιμιτεργάτες |
| κλητική | σιμιτεργάτη | σιμιτεργάτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
σιμιτεργάτης αρσενικό (θηλυκό: σιμιτεργάτρια)
- (επάγγελμα) ο εργαζόμενος στην παρασκευή σιμιτιών
- Οι εργαζόμενοι σε αρτοποιητικές επιχειρήσεις, αρτεργάτες - σιμιτεργάτες, οφείλουν να επιμελούνται για την καλή ποιότητα των προϊόντων που παρασκευάζουν, για την καθαριότητα αυτών και για την καλή συντήρηση των μηχανημάτων και σκευών που χρησιμοποιούν κατά την εργασία τους, καθώς επίσης και να διατηρούν τους χώρους καθαρούς και να επιμελούνται της ευπρεπούς εμφάνισής τους, φορώντας απαραιτήτως εντός του εργαστηρίου ποδιά και σκούφο. (*)
Μεταφράσεις
σιμιτεργάτης
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.