σιμιτζής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σιμιτζής οι σιμιτζήδες
      γενική του σιμιτζή των σιμιτζήδων
    αιτιατική τον σιμιτζή τους σιμιτζήδες
     κλητική σιμιτζή σιμιτζήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σιμιτζής < (άμεσο δάνειο) τουρκική simitçi < simit (σιμίτι)

Προφορά

ΔΦΑ : /si.miˈd͡zis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σιμιτζής

Ουσιαστικό

σιμιτζής αρσενικό
  1. (επάγγελμα) αυτός που πουλάει σιμιγδάλι ή σιμιγδαλένια κατασκευάσματα (κουλούρια, πίτες κ.λπ.)
  2. αυτός που παρασκευάζει σιμίτια

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.