σιμιτζής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | σιμιτζής | οι | σιμιτζήδες |
| γενική | του | σιμιτζή | των | σιμιτζήδων |
| αιτιατική | τον | σιμιτζή | τους | σιμιτζήδες |
| κλητική | σιμιτζή | σιμιτζήδες | ||
| Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σιμιτζής < (άμεσο δάνειο) τουρκική simitçi < simit (σιμίτι)
Προφορά
- ΔΦΑ : /si.miˈd͡zis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σι‐μι‐τζής
Ουσιαστικό
- σιμιτζής αρσενικό
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.