σεμίδαλις

Αρχαία ελληνικά (grc)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

σεμίδαλις < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

σεμίδαλις, -εως/-ιος/-ιδος θηλυκό (σεμῐδᾱλις)

  1. (τρόφιμο) πολύ λεπτό (ψιλοκοσκινισμένο) αλεύρι από σιτάρι
  2. (τρόφιμο) σιμιγδάλι
      5ος/4ος πκε αιώνας Ἀριστοφάνης, Απόσπασμα 412 Απόσπασμα από την κωμωδία Ολκάδες, @archive.org, @poesialatina.it
    ἀράκους, πυρούς, πτισάνην, χόνδρον, ζειάς, αἴρας, σεμίδαλιν.

Συγγενικά

  • σεμιδαλίτης
  • σεμιδάλιν
  • σεμιδάλιον

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.