σημειολογία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σημειολογία οι σημειολογίες
      γενική της σημειολογίας των σημειολογιών
    αιτιατική τη σημειολογία τις σημειολογίες
     κλητική σημειολογία σημειολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σημειολογία < λόγιο ενδογενές δάνειο: séméiologie < αρχαία ελληνική σημεῖον + λέγω

Προφορά

ΔΦΑ : /si.mi.o.loˈʝi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σημειολογία

Ουσιαστικό

σημειολογία θηλυκό

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.