σημείο δρόσου
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σημείο δρόσου | τα | σημεία δρόσου |
| γενική | του | σημείου δρόσου | των | σημείων δρόσου |
| αιτιατική | το | σημείο δρόσου | τα | σημεία δρόσου |
| κλητική | σημείο δρόσου | σημεία δρόσου | ||
| Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σημείο δρόσου < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική dew point → δείτε τις λέξεις σημείο και δρόσος
Προφορά
- ΔΦΑ : /siˈmi.o ˈðɾo.su/
Πολυλεκτικός όρος
σημείο δρόσου ουδέτερο
- (μετεωρολογία) η θερμοκρασία στην οποία ο αέρας γίνεται κορεσμένος και οι υδρατμοί συμπυκνώνονται σχηματίζοντας δρόσο
Μεταφράσεις
σημείο δρόσου
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.