σελιδοποιημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σελιδοποιημένος | η | σελιδοποιημένη | το | σελιδοποιημένο |
| γενική | του | σελιδοποιημένου | της | σελιδοποιημένης | του | σελιδοποιημένου |
| αιτιατική | τον | σελιδοποιημένο | τη | σελιδοποιημένη | το | σελιδοποιημένο |
| κλητική | σελιδοποιημένε | σελιδοποιημένη | σελιδοποιημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σελιδοποιημένοι | οι | σελιδοποιημένες | τα | σελιδοποιημένα |
| γενική | των | σελιδοποιημένων | των | σελιδοποιημένων | των | σελιδοποιημένων |
| αιτιατική | τους | σελιδοποιημένους | τις | σελιδοποιημένες | τα | σελιδοποιημένα |
| κλητική | σελιδοποιημένοι | σελιδοποιημένες | σελιδοποιημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- σελιδοποιημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου σελιδοποιώ
Μεταφράσεις
σελιδοποιημένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.