favori

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

favori < ιταλική favorito

Προφορά

ΔΦΑ : /fa.vɔ.ʁi/
 

Επίθετο

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό favori favoris
θηλυκό favorite favorites

favori (fr) αρσενικό

  1. ευνοούμενος, αγαπημένος
  2. φαβορί
  3. προσφιλής

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
favori favoris

favori (fr) αρσενικό

  1. το φαβορί
  2. (πληροφορική) ο σελιδοδείκτης

Συγγενικά



Ίντο (io)

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

favori (io)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.