σελήνιο
Νέα ελληνικά (el)
|
Ετυμολογία
- σελήνιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική selenium < αρχαία ελληνική Σελήνη
Ουσιαστικό
σελήνιο ουδέτερο στον ενικό
- (χημεία) αμέταλλο χημικό στοιχείο, με ατομικό αριθμό 34, ατομικό βάρος 78,96 και χημικό σύμβολο το Se, βρίσκεται σπάνια ελεύθερο στη φύση
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σελήνιο | τα | σελήνια |
| γενική | του | σελήνιου & σεληνίου |
των | σελήνιων & σεληνίων |
| αιτιατική | το | σελήνιο | τα | σελήνια |
| κλητική | σελήνιο | σελήνια | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. Συνήθως στον ενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συγγενικά
- σεληνίδιο
- σεληνιούχος
- σεληνώδης
- Περιοδικός πίνακας των στοιχείων
-
σελήνιο στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.