σεληνιούχος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σεληνιούχος η σεληνιούχα το σεληνιούχο
      γενική του σεληνιούχου της σεληνιούχας του σεληνιούχου
    αιτιατική τον σεληνιούχο τη σεληνιούχα το σεληνιούχο
     κλητική σεληνιούχε σεληνιούχα σεληνιούχο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σεληνιούχοι οι σεληνιούχες τα σεληνιούχα
      γενική των σεληνιούχων των σεληνιούχων των σεληνιούχων
    αιτιατική τους σεληνιούχους τις σεληνιούχες τα σεληνιούχα
     κλητική σεληνιούχοι σεληνιούχες σεληνιούχα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

σεληνιούχος < σελήνιο + -ούχος

Επίθετο

σεληνιούχος, -α, -ο

  • (χημεία): χημική ένωση που φέρει στο μόριό της άτομο σεληνίου

Συνώνυμα

  • σεληνίδιο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.