σεβαστικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σεβαστικός η σεβαστική το σεβαστικό
      γενική του σεβαστικού της σεβαστικής του σεβαστικού
    αιτιατική τον σεβαστικό τη σεβαστική το σεβαστικό
     κλητική σεβαστικέ σεβαστική σεβαστικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σεβαστικοί οι σεβαστικές τα σεβαστικά
      γενική των σεβαστικών των σεβαστικών των σεβαστικών
    αιτιατική τους σεβαστικούς τις σεβαστικές τα σεβαστικά
     κλητική σεβαστικοί σεβαστικές σεβαστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

σεβαστικός < αρχαία ελληνική σεβαστικός < σέβας < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ṫegʷ-

Επίθετο

σεβαστικός, -ή , -ό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.