σαφήνιση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σαφήνιση οι σαφηνίσεις
      γενική της σαφήνισης* των σαφηνίσεων
    αιτιατική τη σαφήνιση τις σαφηνίσεις
     κλητική σαφήνιση σαφηνίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, σαφηνίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σαφήνιση < σαφηνίζω + -ση

Ουσιαστικό

σαφήνιση θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.