σαρδελοκούτι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σαρδελοκούτι τα σαρδελοκούτια
      γενική του σαρδελοκουτιού των σαρδελοκουτιών
    αιτιατική το σαρδελοκούτι τα σαρδελοκούτια
     κλητική σαρδελοκούτι σαρδελοκούτια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σαρδελοκούτι < σαρδέλ(α) + -ο- + κουτ(ί) +
Ένα ανοιχτό σαρδελοκούτι.

Ουσιαστικό

σαρδελοκούτι ουδέτερο

  1. κονσέρβα με σαρδέλες, συνήθως ανοιγμένη και άδεια
    βλέπε και κονσερβοκούτι
  2. (μεταφορικά) αυτοκίνητο με υπερβολικά πολλούς επιβάτες

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.