σαρανταήμερο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σαρανταήμερο τα σαρανταήμερα
      γενική του σαρανταημέρου
& σαρανταήμερου
των σαρανταημέρων
    αιτιατική το σαρανταήμερο τα σαρανταήμερα
     κλητική σαρανταήμερο σαρανταήμερα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σαρανταήμερο < σαράντα + ημέρα

Ουσιαστικό

σαρανταήμερο ουδέτερο

  1. χρονική διάρκεια σαράντα ημερών
  2. η περίοδος της νηστείας σαράντα ημερών πριν από τα Χριστούγεννα
  3. το μνημόσυνο που τελείται όταν συμπληρώνονται σαράντα ημέρες από το θάνατο κάποιου

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.