σαπουνόπερα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σαπουνόπερα οι σαπουνόπερες
      γενική της σαπουνόπερας
    αιτιατική τη σαπουνόπερα τις σαπουνόπερες
     κλητική σαπουνόπερα σαπουνόπερες
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σαπουνόπερα < σαπούνι + -ο- + όπερα ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική soap opera)

Ουσιαστικό

σαπουνόπερα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.