сапун

Βουλγαρικά (bg)

Ουσιαστικό

сапун (bg) αρσενικό

  1. το σαπούνι



Ρωσικά (ru)

Ουσιαστικό

сапун (ru) αρσενικό

  1. το σαπούνι



Σερβικά (sr)

Ουσιαστικό

сапун (sr) (λατινική γραφή: sapun) αρσενικό

  1. το σαπούνι



Σλαβομακεδονικά (mk)

Ουσιαστικό

сапун (mk)

  1. το σαπούνι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.