σκουτί

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σκουτί τα σκουτιά
      γενική του σκουτιού των σκουτιών
    αιτιατική το σκουτί τα σκουτιά
     κλητική σκουτί σκουτιά
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σκουτί < μεσαιωνική ελληνική σκυτίον < υποκοριστικό του σκῦτος

Ουσιαστικό

σκουτί ουδέτερο, περισσότερο στον πληθυντικό, τα σκουτιά

  • (κεφαλονίτικο ιδίωμα)
  1. χοντρό ύφασμα
  2. ρούχο, φόρεμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.